ρεαλιστής

ρεαλιστής
[рэалисгис] ουσ. а. реалист.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ρεαλιστής" в других словарях:

  • ρεαλιστής — ο, θηλ. ίστρια, Ν 1. οπαδός τού ρεαλισμού 2. αυτός που σκέπτεται Kat ενεργεί με ρεαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. realist < υστερολατ. realis «πραγματικός» (< λατ. res «πράγμα») + κατάλ. ist] …   Dictionary of Greek

  • ρεαλιστής — ο θηλ. ίστρια 1. οπαδός του ρεαλισμού στη φιλοσοφία ή την τέχνη. 2. αυτός που δε δεσμεύεται από ηθικούς κανόνες ή συναισθήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ανονείρευτος — η, ο 1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν βλέπει όνειρα 2. (για τον ύπνο) ο ύπνος κατά τον οποίο δεν βλέπει κανείς όνειρα 3. μτφ. απροσδόκητος, ανέλπιστος 4. ο μη ονειροπόλος, ρεαλιστής, θετικός …   Dictionary of Greek

  • πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… …   Dictionary of Greek

  • προσγειώνω — Ν [πρόσγειος] 1. επαναφέρω πτητική μηχανή, όπως αεροσκάφος, διαστημικό όχημα κ.ά., στο έδαφος τής Γης, αλλ. προσεδαφίζω στη γη 2. ερχόμενος από το πέλαγος πλησιάζω προς την ακτή 3. μτφ. επαναφέρω στην πραγματικότητα («αεροβατούσε συνεχώς και… …   Dictionary of Greek

  • ρεαλίστρια — η, Ν βλ. ρεαλιστής …   Dictionary of Greek

  • ρεαλιστικός — ή, ό, Ν [ρεαλιστής] 1. ο σχετικός με τον ρεαλισμό* 2. πρακτικός (α. «ρεαλιστική πρόταση» β. «ρεαλιστική αντιμετώπιση τών προβλημάτων») 3. παραστατικός, πιστευτός («έδωσε με την ομιλία του μια ρεαλιστική εικόνα τών προβλημάτων») …   Dictionary of Greek

  • σουρρεαλιστής — ο, θηλ. σουρρεαλίστρια, Ν οπαδός τού σουρρεαλισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. surrealiste < sur (< λατ. super «υπέρ, υπεράνω») + realiste (βλ. λ. ρεαλιστής)] …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»